- ποθητή
- ποθητόςlonged forfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποθητῇ — ποθητός longed for fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητός — ή, ό / ποθητός, ή, όν, ΝΜΑ [ποθώ] ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ. β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ. γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.) νεοελλ. 1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι») 2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο … Dictionary of Greek
επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία … Dictionary of Greek
Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… … Dictionary of Greek
Κουζάνους, Νικολάους — (Nikolaus Cusanus ή Chrypffs ή Krebs von Cues, Κους, Γερμανία 1401; – Τόντι, Ιταλία 1464). Γερμανός ιερέας και φιλόσοφος. Σπούδασε νομική στην Πάντοβα, αλλά επέστρεψε στην Κολονία για θεολογικές σπουδές, στις οποίες και παρουσίαζε κλίση.… … Dictionary of Greek
ξυλοπία — (xylopia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ανονιδών, με περίπου 60 είδη που ζουν στις τροπικές ζώνες του κόσμου. Οι ξ. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλείς, με φύλλα ακέραια και επαλλάσσοντα. Τα άνθη του μασχαλιαία, μονήρη ή κατά δέσμες με… … Dictionary of Greek
ποθητός — ή, ό επιθυμητός, αγαπημένος, λατρευτός: Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ η ποθητή μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)